- τή
- Α(επικ. προστ. ως επιφών.) να, άκου (α. «τῆ, σπεῑσον Διὶ πατρί» Ομ. Ιλ.β. «τῆ, πίε οἶνον», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τ. οργανικής πτώσης σχηματισμένος από το θ. το- τού οριστικού άρθρου (πρβλ. IE *tod, βλ. λ. ο, η, το), ο οποίος αντιστοιχεί με το λιθουαν. te. To επιφώνημα τῆ ακολουθείται συνήθως από προστακτική, ενώ απαντά και ένας τ. πληθ. τῆτε, με ρηματ. κατάλ. -τε τής προστακτικής (για τον σχηματισμό αυτόν πρβλ. δεῦτε: δεῦρο, βλ. λ. δεύρο). Ο τ., τέλος, έχει πιθ. συμβάλει στον σχηματισμό τής αντων. τῆνος*].
Dictionary of Greek. 2013.